-
1 δαυμάσαι
δαυμάσαι (leg. δαῦσαι) · ἐκκαῦσαι, Hsch. [full] δαυνίς, dub. sens. in Hdn.Gr.1.96. [full] δαύξ, dub. sens. in An.Ox.3.243. [full] δαῦτα· λάχανα, Hsch. [full] δαυχμός,A v. δαῦκος.II δαυχμόν· εὔκαυστον ξύλον δάφνης, Hsch., cf. EM250.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαυμάσαι
-
2 δαῦκος
Grammatical information: m.Meaning: name of several Umbellates (Athamanta Cretensis, Peucedanum Cervaria, Daucus Carota; Hp., Dsc., H.; see Andrews, ClassPhil. 44, 185);Other forms: Also δαῦκον (Thphr.), δαύκειον (Nic.), δαυκίον (Gp.); also δαῦχος (below), δαυχμός (Nic.), see also on δάφνη.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The plants are characterized by their sharp smell and the bitter, burning taste of the root, so that connection with δαίω `kindle, burn' is possible; s. Solmsen IF 26, 106f., Wortf. 118 n. 1, where the scholia to Nic. Th. 94 on δαυχμός (v. l. δαῦκος) are mentioned: Πλούταρχος πλείονα μέν φησι γένη τῆς βοτάνης εἶναι, τὸ δε κοινὸν τῆς δυνάμεως ἰδίωμα δριμὺ καὶ πυρῶδες. But the Daukos-plants will rather have their name from the gummi-like sap, which is taken from certain kinds and which burns with hell flame; cf. δαυχμόν εὔκαυστον ξύλον δάφνης. (Note the form καῦκον in Ps.-Dsc. 2, 139, which was influenced by κάω, καῦσαι.) - Mediterranean origin is quite possible. We shall see under δάφνη that we have to do with one word. Note that δαῦκος and δαῦχος are one word: δαύκου τὸ μέντοι δαὺκου καὶ δαύχου γράφεται, ἐπὶ τινων δε καὶ γλύκου...H. [here we must without a doubt assume an older δαύκου].Page in Frisk: 1,352Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαῦκος
См. также в других словарях:
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek